- φιλοκιθαριστής
- ὁ, Α, τ. θηλ. φιλοκιθαρίστρια, Μαυτός που τού αρέσει να παίζει κιθάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κιθαριστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκιθαριστοῦ — φιλοκιθαριστής lover of the cithara masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)